Πήγα στο Stavento. Και δεν είναι όπως παλιά...
* Του Αντώνη Πετρίδη
Περίμενα, όπως όλοι φαντάζομαι, το opening του Stavento με μεγάλη ανυπομονησία. Και το περίμενα για τους ίδιους λόγους που είχαν και πολλοί άλλοι.
Για τους φανατικούς του, το Stavento είναι κάτι παραπάνω από bar. Χάρις στην ...αμέριστη συνδρομή του Λιμενικού Ταμείου έγιναν κάργα πολεοδομικές παραβάσεις, οι οποίες, όμως, στα μάτια του απλού νυχτερινού διασκεδαστή επέφεραν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Φτιάχτηκε, δηλαδή, ένα bar στο ομορφότερο σημείο της πόλης κάτω από το Κόκκινο Σπίτι και γουστάραμε που το είχαμε σαν Χαλκιδέοι.
Εχουν περάσει όλοι από το Stavento. Πιτσιρικάδες στα πεζούλια να στέλνουν μηνύματα και να τσακώνονται για τα κορίτσια, φοιτητές και νεολαίοι στην μπάρα και γύρω από αυτή να καραδοκούν για το επόμενο φλερτ, επιχειρηματίες και γνωστοί Χαλκιδέοι στους καναπέδες να αράζουν πίνοντας ποτά.
Το Stavento άνοιξε παλί, αλλά δυστυχώς δεν είναι πια το ίδιο. Το πιο παράδοξο είναι πως ενώ αισθητικά μού άρεσε απείρως περισσότερο από παλιά, στο φινάλε μού άφησε μια πικρή γεύση.
Την πρώτη φορά που πήγα ήταν όταν πρωτοάνοιξε και η στεναχώρια ήρθε από την πόρτα περιμένοντας την παρέα. Θεωρώ αδιανόητο εν έτει 2012 να μπαίνουν δύο ίδιες παρέες (εμφανισιακά και ηλικιακά) στο κατάστημα και η μία να πληρώνει είσοδο, ενώ η άλλη να περνάει ...αέρα.
Η πληρώμη εισόδου είναι κατανοητή, όταν δεις κανά 18χρονο που μπορεί να βολτάρει και να φύγει ή να βαρέσει ...πιστόλι -κατά το κοινώς λεγόμενο-, γιατί είναι τζαμπαντάν. Όταν, όμως, βλέπεις ζευγαράκια να εισέρχονται που θέλουν απλά να πιουν το ποτό τους, προς τι η διάκριση;
Παλιότερα, βέβαια, είχαν γίνει "εγκλήματα" στην πόρτα του Stavento. Ούτε τότε το επικροτούσα, αλλά τουλάχιστον μιλάμε για την π.κ. (προ κρίσης) εποχή με τα μισά Λυκειόπαιδα της Χαλκίδας να περιμένουν στωικά για να μπουν μέσα και όσους τα κατάφερναν να σφηνώνονται μέσα στο bar, μιας και γινόταν ο χαμός.
Κατεβαίνοντας, διαπίστωσα πως κάτι έχει αλλάξει και -ναι!- φτιάχτηκαν τα φαγωμένα σκαλοπάτια στα οποία τόσες κυρίες και κοπελίτσες είχαν χάσει από τα τακούνια τους μέχρι την ...αξιοπρέπειά τους από "μεγαλειώδεις" πτώσεις.
Συνολικά, το Stavento είναι πια ένα επίπεδο πιο πάνω αισθητικά. Μου καλάρεσε να την αράξω στην προβλήτα, όπου το restaurant έχει δώσει τη θέση του σε τραπέζια για ποτάκι με θέα τη θάλασσα. Το κεντρικό bar απέκτησε μία άλλη όψη πιο μινιμαλιστική. Το ίδιο συνέβη και στα πάσα, που από τις ξύλινες "γόνδολες" του παρελθόντος περάσαμε σε πιο μικρά, τετραγωνισμένα και διακοσμητικά άρτια ξύλα.
Ο φωτισμός είναι πιο αρτιστίκ και οι καναπέδες στον prive χώρο σαφώς πιο εντυπωσιακά λιτοί. Ομως, το Stavento σε "χορταίνει" πια μόνο από τα stylish στοιχεία του.
Σε ένα bar πας για να πιεις καλό ποτό, να εξυπηρετηθείς, να ακούσεις ωραία μουσική, και να δεις κόσμο. Ο,τι άλλο έρχεται δεύτερο.
Τα ποτά, λοιπόν, είναι επιεικώς χάλια. Δεν με απασχολεί που οι τιμές κρατήθηκαν σχετικά χαμηλά (6-7 ευρώ νομίζω). Αν ρε φίλε, το ποτό δεν πίνεται, τι να το κάνω και τζάμπα να μου το δώσεις; Και το "κόλπο" που κάνει το Stavento είναι παλιό και δεν πιάνει: Απλά, παραγγέλνεις καμπάρι με σόδα και πίνεις σόδα με ...ίχνη καμπάρι.
Επιπλέον, για το βεληνεκές του bar δεν νοείται να παραγγέλνεις καϊπιρίνια και ο σερβιτόρος να σε ρωτάει "καϊπι...τι;". Δεν φταίει ούτε ο σερβιτόρος, ούτε ο barman που το φτιάχνει όπως το φτιάχνει, ούτε κανείς από το προσωπικό, το οποίο παρεπιμπτόντως μού ήταν εντελώς άγνωστο εξ όψεως. Φταίει ο επιχειρηματίας που επιτρέπει τέτοια φαινόμενα.
Ας έρθουμε στη μουσική, όπου αληθινά στις δύο φορές που πήγα (πάντα δίνω μια δεύτερη ευκαιρία, πριν γράψω τη γνώμη μου) απογοητεύτηκα. Κανένας ρυθμός, καμία διάθεση, εντελώς άνευρη. Δεν ξέρω τι γίνεται μετά τις δύο τα μεσάνυχτα, αλλά από τις 11 και μέχρι τότε, η ακουστική μουσική στην αρχή και η κάπως πιο ανεβασμένη κατόπιν ήταν κάτω των προσδοκιών μου.
Το κυριότερο, όμως, μειονέκτημα είναι πως το Stavento έχασε τη φυσιογνωμία του. Θα σας πω ένα μικρό στοιχείο για να το καταλάβετε: Ο "prive" χώρος χωρίζεται από τον κάτω με "απαγορευτικό" σκοινί στα σκαλοπατάκια μπροστά από τον dj. Θεέ και Κύριε! Δεν είμαστε ούτε στο Ακρωτήρι, ούτε στο Balux. Στο Staventάκι είμαστε που το γουστάραμε για τη χαλαρή ατμόσφαιρά του, μακριά από δηθενιές. Πρόκειται για κραυγαλέο λάθος, που καλό θα ήταν για τον επιχειρηματία να το διορθώσει άμεσα.
Προφανώς για την πτώση του καταστήματος φταίει και το ότι άνοιξαν πολλά bar στη Χαλκίδα. Ομως, το Stavento δεν είναι όπως παλιά και γι' αυτό δεν γεμίζει όπως παλιά, παρά την αδηφάγα αναμονή του κόσμου να ξανακάτσει στα τραπέζια του.
Είναι το σαστισμένο προσωπικό, είναι τα άδεια καθίσματα, είναι η κακή ποιότητα στην υπηρεσία και είναι τελικά η οπτική βελτίωση που αποδυνάμωσε τη ζεστασιά του πάλαι ποτέ κραταιού καταστήματος στη νυχτερινή Χαλκίδα. Κοινώς, μιλάμε για ένα Stavento χωρίς ταυτότητα.