«H βαρυτική έλξη του Kίτρινου Πλανήτη»
11 Οκτωβρίου 2011, 12:15
Άρθρο του δικηγόρου Γιώργου Σπύρου για την "κινεζοποίηση" της Oικονομίας και τελικά της Kοινωνίας
Mετά από τα άρθρα του:
• Περί "κουρέματος" και δραχμής!
• Περί Νομίσματος και Χρέους!
ο δικηγόρος Γιώργος Σπύρου επανέρχεται με ένα άρθρο που γράφτηκε τον Mαϊο του 2011, αλλά παραμένει επίκαιρο έως προφητικό, αν κρίνουμε από τις εξελιξεις. Eπιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση και ανάλυση της ...δήθεν Διεθνούς Oικονομικής Kρίσης!
«ΟΙ ΔΥΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΚΑΙ Η ΒΑΡΥΤΙΚΗ ΕΛΞΗ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ»
Ο Αναπτυγμένος κόσμος, την τελευταία τριετία, ζει αλλεπάλληλους οικονομικούς κλυδωνισμούς, που κάθε φορά παίρνουν την μορφή ενός οξυμένου οικονομικού επιφαινομένου όπως η κρίση των χρηματιστηρίων, η κρίση του ιδιωτικού χρέους (τραπεζική κρίση) και τελευταία, η κρίση του δημόσιου χρέους, που εκδηλώνεται με χρεοκοπίες κρατών.
Στην τρέχουσα οικονομική ορολογία, το συνολικό φαινόμενο ονομάζεται «Διεθνής Οικονομική Κρίση», αλλά η ονομασία αυτή δεν είναι ούτε ακριβής, ούτε στοιχειωδώς διαφωτιστική.
Δεν είναι ακριβής, γιατί η κρίση δεν είναι Διεθνής, αλλά αφορά προς το παρόν μόνο τις οικονομίες του Παλαιού Ανεπτυγμένου Κόσμου (Π.Α.Κ.), δηλαδή του κόσμου που είχε αναπτυχθεί μέχρι τη δεκαετία του ʼ80 και κυρίως την Ε.Ε., τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Αντίθετα, οι αναδυόμενες οικονομίες με πρωταγωνίστριες αυτές της Κίνας και της Ινδίας, παρουσιάζουν ακόμη και σήμερα ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης (μεταξύ 5 και 12%) και παράλληλα αντί να συσσωρεύουν χρέη, αποταμιεύουν πλεονάσματα, τα οποία αξιοποιούν για την αγορά του χρέους που παράγουν τα ελλείμματα του Π.Α.Κ..
Επίσης, δεν είναι διαφωτιστική, γιατί δεν εξηγεί στοιχειωδώς τις αιτίες της κρίσης (π.χ. ο όρος «δομική κρίση» είναι στοιχειωδώς διαφωτιστικός, καθώς παραπέμπει στις αιτίες μιας κρίσης), αντίθετα, ο όρος «Διεθνής Οικονομική Κρίση» , όχι μόνο δεν φωτίζει τα αίτια, αλλά χρησιμοποιείται από τις κυβερνήσεις και από τις αρωγές «πνευματικές δυνάμεις», προκειμένου να διαχυθεί συσκότιση προς τα κάτω σε σχέση με το τι πραγματικά μας συμβαίνει.
Η κάθε μια κυβέρνηση ξεχωριστά
επικαλείται τη «Διεθνή Οικονομική Κρίση», είτε για να πάρει αντιδημοφιλή οικονομικά μέτρα, είτε για να δικαιολογήσει τις δικές της ανεπάρκειες, αναφερόμενη σʼ αυτή σα να μην έχει προκληθεί μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές που υπαγορεύτηκαν από συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, αλλά σαν να είναι ένα ακραίο φυσικό φαινόμενο, σα να είναι μια πληγή του Φαραώ, μια τιμωρία που έχει επιπέσει εκ θεού επί του ανθρώπινου γένους.
Κάτι σαν τη Θεία Νέμεσι.
Έτσι, κανείς από τους ανά τον κόσμο κυβερνώντες δεν ευθύνεται για την επέλευσή της και κυρίως κανείς δεν οφείλει να την αντιμετωπίσει. Οπότε, θα πρέπει να την υπομείνουμε όλοι παθητικά, υφιστάμενοι με ιώβεια υπομονή τις συνέπειές της. Εγώ βεβαίως, δεν συμφωνώ καθόλου με την παραπάνω δαιμονολογική κυρίαρχη προσέγγιση, γιʼ αυτό και θα επιχειρήσω να δώσω μερικές απλές απαντήσεις στις εξίσου απλές ερωτήσεις που θέτει ο μέσος πολίτης, ο οποίος υφίσταται και τις συνέπειες του φαινομένου.
Ερ.: Τι προκάλεσε την κρίση του τραπεζικού συστήματος, την κατάρρευση τραπεζών όπως η Lehman Brothers και τώρα, την δημοσιονομική κρίση και χρεωκοπία κυβερνήσεων στη Δύση;
Απ.: Η υπερχρέωση των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών, τόσο ως προς το ιδιωτικό, όσο και ως προς το δημόσιο χρέος.
Ερ.: Τι προκαλεί συσσώρευση δημόσιου χρέους στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και αντίστοιχα παραγόμενα στην Κίνα πλεονάσματα;
Απ.: Το ανισομερές ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. (Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι, όπως πιθανές δημόσιες σπατάλες για τη Δύση, ή αντίστοιχα η άρνηση της Κίνας και της Ινδίας να στρέψουν τα πλεονάσματά τους σε κοινωνικές ή άλλες δαπάνες στο εσωτερικό τους.)
Όμως θεμελιωδώς, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου συνεπάγεται χρέος και το πλεόνασμα συνεπάγεται συσσώρευση πλούτου.
Πιο απλά, η Κίνα, εξάγοντας πολύ περισσότερα απʼ όσα εισάγει και παράγοντας πολύ περισσότερα απʼ όσα καταναλώνει, αποθησαυρίζει συναλλαγματικά αποθέματα. Αντίθετα, οι χώρες του Π.Α.Κ., εισάγοντας πολύ περισσότερα απʼ όσα εξάγουν (ή καταναλώνοντας περισσότερα απʼ όσα παράγουν, όπως απλοϊκά μας περιγράφουν οι επαΐοντες) , δανείζονται για να καλύψουν τα εμπορικά και γενικότερα τα συναλλακτικά τους ελλείμματα.
Τα συναλλακτικά ελλείμματα καλύπτονται με δανεισμό και τα πλεονάσματα εκτονώνονται σε δάνεια. Αυτό είναι δόγμα.
Ερ.: Γιατί η Κίνα έχει αυτό το εμπορικό πλεονέκτημα;
Απ.: Γιατί στηρίζεται στο εξαιρετικά χαμηλό κόστος εργασίας (ημερομίσθιο 2 ευρώ), την ανυπαρξία εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και την ανυπαρξία περιβαλλοντικού κόστους παραγωγής (κόστος διαχείρισης βιομηχανικών αποβλήτων).
Όλα αυτά μαζί, διαμορφώνουν ένα αμάχητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των δυτικών προϊόντων. Εξαιρούνται προς το παρόν τα ελάχιστα προϊόντα της Δύσης, ειδικής και επώνυμης ζήτησης, που στηρίζονται σε brand names και δεν έχει μεταφερθεί ακόμη η παραγωγή τους στην Κίνα (βλέπε περίπτωση πολλών γερμανικών προϊόντων).
Ερ.: Τι λένε οι οικονομικές θεωρίες για το φαινόμενο αυτό;
Απ.: Ότι οι αγορές από μόνες τους διορθώνουν τις στρεβλώσεις. Έτσι, θα έρθει ο καιρός που κάποτε το βιοτικό επίπεδο και τα ημερομίσθια στην Κίνα θα ανέβουν και αντίστοιχα στην Ευρώπη και Αμερική θα κατέβουν και τελικά έτσι, θα επέλθει ισορροπία (φιλελεύθερη και κρατούσα σήμερα σχολή).
Ερ.: Αυτό κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες;
Απ.: Όχι. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, σύμφωνα ακόμη και με τους θεωρητικούς αυτής της σχολής (Άνταμ Σμιθ και οι οπαδοί του), μόνο κάτω από ίδιες συνθήκες τέλειας ανταγωνιστικής αγοράς, που σημαίνει δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες, θεσμοί πλήρους ελευθερίας της αγοράς, ισότιμης πρόσβασης όλων των συντελεστών της παραγωγής στην πληροφορία και ίδιων νομικών συνθηκών.
Ερ.: Αυτό ισχύει σήμερα μεταξύ π.χ. Κίνας και Αμερικής;
Απ.: Όχι.
Ερ.: Θα συμβεί ποτέ;
Απ.: Στο ορατό μέλλον, όχι.
Ερ.: Άρα οι θεωρίες πάνω στις οποίες στηρίζεται η επίσημη σύγχρονη οικονομική ανάλυση και πολιτική είναι λαθεμένες;
Απ.: Δεν υπάρχει πιο απτή απόδειξη γιʼ αυτήν την παραδοχή από την ίδια την καταστροφική οικονομική κρίση που ζούμε. Θα μπορούσε όμως κανείς να πει, ότι δεν φταίνε τόσο οι λαθεμένες θεωρίες, αλλά η επιλεκτική «εφαρμογή» μερικών μόνο εκ των αξιωμάτων αυτών των θεωριών, δηλαδή του αξιώματος της «ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων» μέσα σε ανόμοιες αγορές, δηλαδή αγορές όπου δεν ισχύουν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού.
Ερ.: Γιατί οι συνέπειες του φαινομένου της Διεθνούς Οικονομικής Κρίσης εμφανίστηκαν την τελευταία τετραετία και όχι παλιότερα;
Απ.: Θα είχαν εμφανιστεί αρκετά νωρίτερα , αν δεν εφαρμόζονταν οι εξαιρετικά επεκτατικές πολιτικές στην πίστωση. Μάλιστα, τότε η κρίση θα είχε άλλα, πιο ήπια χαρακτηριστικά.
Θα είχε τα χαρακτηριστικά του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας, χωρίς τα πρόσθετα χαρακτηριστικά της πιστωτικής φούσκας.
Οι Δυτικές κοινωνίες θα βρισκόντουσαν νωρίτερα και από καλύτερη συγκριτικά θέση μπροστά στα ίδια διλλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα και σίγουρα θα «μάτωναν» λιγότερο.
Ερ.: Δεν γνώριζαν αυτοί που έπαιρναν τις αποφάσεις για την πιστωτική επέκταση, ότι οδηγούσαν τα πράγματα σε πιο οξυμένα αδιέξοδα;
Απ.: Ασφαλώς ήταν προβλέψιμη η εξέλιξη. Όμως, προτιμήθηκε η μεταφορά του προβλήματος στο μέλλον, καθώς αυτό εξυπηρετούσε τόσο τους πολιτικούς, όσο και την αιχμή των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, καθώς και οι δύο αυτές «κάστες» προσέβλεπαν αμοιβαία μόνο στη διαχείριση του παρόντος.
Οι μεν πολιτικοί είχαν ορίζοντα την επανεκλογή τους.
Οι δε κερδοσκόποι το βραχυχρόνιο κέρδος.
Ερ.: Πότε διαμορφώθηκε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου (Π.Α.Κ.) έναντι της Κίνας;
Απ.: Μέχρι τη δεκαετία του 1980, δεν υπήρχε ελευθερία στη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων μεταξύ των χωρών.
Τα εμπορεύματα υπόκειντο σε υψηλούς δασμούς, οι οποίοι αντιστάθμιζαν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των προϊόντων που παράγονταν από φτηνά εργατικά χέρια και τα κεφάλαια δεν μπορούσαν άμεσα να επενδυθούν σε εξωχώριες επενδύσεις, παρά μόνο ύστερα από ειδικές εγκρίσεις που έπονταν συνήθως διακρατικών συμφωνιών.
Όμως, σταδιακά άρχιζαν αυτά τα εμπόδια να καταργούνται, μέχρι που φτάσαμε στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και απελευθερώθηκαν πλήρως οι αγορές προϊόντων και κεφαλαίων.
Κινητήριος μηχανισμός αυτής της διαδικασίας υπήρξε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και κυρίαρχη οικονομική θεωρία που νομιμοποίησε τις σχετικές αποφάσεις, ο «οικονομικός φιλελευθερισμός».
Κυρίαρχο ιδεολογικό μότο ήταν η λέξη «παγκοσμιοποίηση».
Αυτή η «παγκοσμιοποίηση», με τον στρεβλό τρόπο που λειτούργησε, διαμόρφωσε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Κίνας.
Ερ.: Γιατί στρεβλό τρόπο;
Απ.: Γιατί δεν μπορούμε να εξισώσουμε τις εσωτερικές με τις εξωτερικές αγορές, θεωρώντας ως ενιαία την αγορά της Κίνας με αυτήν π.χ. της Αμερικής, όταν ισχύουν μεταξύ των χωρών αυτών εντελώς διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Δεν έχουμε δύο αγορές που διέπονται από ίδιους κανόνες, ώστε να λειτουργούν σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, που είναι βασική προϋπόθεση ανάπτυξης των ελεύθερων οικονομιών.
Φανταστείτε ως παράδειγμα, στο εσωτερικό μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς όπως αυτή των ΗΠΑ, να υπάρχει τέτοια διάσταση εργασιακού κόστους (από πολιτεία σε πολιτεία) σαν αυτό που υπάρχει μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ.
Είναι αδιανόητο, ασύλληπτο από τη φαντασία και φυσικά μη νόμιμο.
Μια σειρά από θεσμικά όργανα, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, Υπουργείο Εργασίας, Υπουργείο Εμπορίου κλπ., θα απέτρεπαν τέτοια φαινόμενα με βάση την κείμενη νομοθεσία. Όμως σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχουν αντίστοιχοι θεσμοί, ούτε νομικό περιοριστικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τις απελευθερωμένες πλέον και χωρίς έλεγχο, άρα ασύδοτες, διεθνείς αγορές.
Ερ.: Αν τα κεφάλαια και τα εμπορεύματα διακινούνται ελεύθερα παγκοσμίως, τι νόημα έχει η Ε. Ε., πρώην Ε.Ο.Κ., ως ενιαία αγορά;
Απ.: Η αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε μεν ελεύθερη, αλλά με ενιαίους δεσμευτικούς νομικούς κανόνες που αφορούν τον υγιή ανταγωνισμό, την διάχυση της πληροφορίας, τη δημοκρατική διακυβέρνηση, την προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.
Όμως, σε ένα περιβάλλον απελευθέρωσης όλων των αγορών και διεθνούς οικονομικής ασυδοσίας, χάνει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και ίσως χάνει και το νόημά της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, χάρη στις απειλές που δέχεται, έχει την ευκαιρία σήμερα να συνειδητοποιήσει ότι θίγεται από την ασυδοσία των διεθνών αγορών και να κάνει ένα σημαντικό βήμα για την αυτοπροστασία της.
Το βήμα αυτό σε πρώτη φάση δεν μπορεί να είναι άλλο από τη λήψη προστατευτικών μέτρων της εσωτερικής της αγοράς, την αναθεώρηση του «μονεταριστικού» της οικονομικού δόγματος που υπαγορεύεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ με την εκχώρηση της άσκησης της νομισματικής της πολιτικής στους κεντρικούς τραπεζίτες (εξʼ ου και το σκληρό ευρώ) και την αντικατάστασή του με ένα «αναπτυξιακό – κοινωνικό» πολιτικό δόγμα, επιλογή που αλληλοτροφοδοτείται με την δρομολόγηση της προοπτικής πολιτικής ένωσης, που θα έδινε στην Ε.Ε. και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα ισχύος.
Αν όμως, αντίθετα, δεν αντιδράσει κατά τρόπο ανάλογο, είναι ηλίου φωτεινότερο ότι δεν θα αντέξει στον διεθνή ανταγωνισμό και θα καταρρεύσει.
Ζούμε συνεπώς, ιδιαίτερα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μια ιστορική εποχή εξαιρετικά μεγάλων απειλών, που συνιστούν ταυτόχρονα και εξαιρετικά μεγάλες ευκαιρίες.
Η Ευρώπη ευρίσκεται σήμερα κυριολεκτικά «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας», εξʼ ού και τα στοιχήματα σχετικά με την τύχη του ευρώ…
Eρ.: Άρα, το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών κεφαλαίων και εμπορευμάτων ήταν ένα «ιστορικό λάθος» του Π.Ο.Ε. της Ε.Ε. και των φιλελευθέρων πολιτικών και οικονομολόγων;
Απ.: Κάποιοι, μεταξύ των οποίων και εγώ, νομίζουμε ότι δεν ήταν ένα απλό λάθος.
Η απορύθμιση των αγορών ήταν σκόπιμη ενέργεια, που δεν αποσκοπούσε βέβαια στην καταστροφή που ζούμε, αλλά στο βραχυπρόθεσμο κέρδος.
Συγκεκριμένα:
Στην δεκαετία του 1980 λίμναζαν ευρωατλαντικά κεφάλαια, τα οποία είχαν πενιχρές αποδόσεις λόγω στασιμοπληθωρισμού.
Οι λομπίστες που τα κατείχαν, είχαν και την ανάλογη επιρροή στα πολικά κέντρα λήψης αποφάσεων, οικονομικές σχολές σκέψης, πανεπιστήμια κλπ. Βλέπε την σχέση των funds capital (George Soros κλπ) με πανεπιστημιακά ιδρύματα, Μ.Κ.Ο. και κυβερνήσεις.
Συνέλαβαν τότε κάποια από αυτά τα κερδοσκοπικά κέντρα την ιδέα, ότι τα κεφάλαιά τους θα είχαν απείρως μεγαλύτερες επιδόσεις αν άνοιγαν οι κλειστές μέχρι τότε λόγω δασμών και εν γένει περιορισμών αγορές, καθώς θα βρίσκονταν στην προνομιακή θέση να επενδύουν άμεσα σε αγορές με χαμηλό κόστος εργασίας, μετά να πουλάνε τα προϊόντα με τεράστια κέρδη στις αγορές της Δύσης, εν συνεχεία, με τα κέρδη αυτά, να απογειώνουν τα χρηματιστήρια των χωρών παραγωγής (στα οποία οι οίκοι αξιολόγησης εύρισκαν εκπληκτικές ευκαιρίες), κερδίζοντας πολύ περισσότερα λόγω των μοχλεύσεων χρηματιστηριακού τύπου και έτσι να διαμορφώνουν συνθήκες «turbo» ως προς την ανάπτυξη της κερδοφορίας, απογειώνοντας ένα νέο τύπο καπιταλισμού, με αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά.
Έναν καπιταλισμό τύπου «καμικάζι».
Βέβαια, δεν είπαν ποτέ προς τα έξω ότι σαν σκοπό είχαν να επιταχύνουν τη διαδικασία κερδοφορίας αδιαφορώντας για την μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα αυτής της πρακτικής, αλλά εντελώς υποκριτικά είπαν ότι θα πρέπει να επενδύσουμε στην Κίνα και έτσι, να βελτιώσουμε το βιοτικό επίπεδο του κινεζικού λαού, να μετατρέψουμε τους κινέζους σε καταναλωτές και να «ανοίξουμε» μια αγορά δισεκατομμυρίων υποψήφιων αγοραστών.
Μίλησαν για την οικονομική μόχλευση μιας παγκόσμιας πολιτικής δημοκρατίας μέσω της φιλελευθεροποίησης των αγορών και για άλλα παρόμοια μεγαλόσχημα.
Όπου χρειάστηκε στα Αμερικάνικα κέντρα, έπαιξαν και το χαρτί της διάλυσης της Ε.Ε. (με την έννοια ότι σε μια παγκόσμια αγορά, τι νόημα θα είχε η μικρή ανοιχτή αγορά της Ε.Ε.;).
Σταδιακά, τα κερδοσκοπικά αυτά κέντρα, «επέβαλαν» τις αποφάσεις τους στον Π.Ο.Ε. και στις κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που μέσα από τα κέντρα που ήλεγχε, προώθησε το γνωστό σε όλους μας ιδεολογικό και νομικό προκάλυμμα της λεγόμενης οικονομικής «παγκοσμιοποίησης».
Η υποκρισία απογειώθηκε και άγγιξε όλο της το μεγαλείο, αφού κανείς στη Δύση δεν συγκινήθηκε με τη βάρβαρη και δουλοκτητική εκμετάλλευση της κινεζικής, ινδικής κλπ. νέας εργατικής τάξης, που αναπτύχθηκε χάριν στις εκεί αθρόες δυτικές επενδύσεις.
Αντίθετα, πολύ συχνά το παράδειγμα των κινέζων εργατών χρησιμοποιήθηκε σαν τον μπαμπούλα για τον εκφοβισμό των εργατών σε Ευρώπη και Αμερική και την ακινητοποίηση των εργατικών κινημάτων.
Δυστυχώς, η τύχη του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος παραδόθηκε στα χρόνια που πέρασαν στη βουλιμία του πλέον τυχοδιωκτικού τμήματος του διεθνούς κεφαλαίου.
Ερ.: Μα καλά, από την δεκαετία του ʼ90, γιατί το πρόβλημα έσκασε από το 2005 και μετά;
Απ.: Το οικονομικό σύστημα έχει την ελαστικότητα, τις ανοχές και τις αντοχές του.
Έτσι, από τη δεκαετία του ʼ90, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντιμετώπιζε η Δύση, «καλύφθηκε» προσωρινά με την πιστωτική επέκταση τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Αρχίσαμε να ζούμε στη Δύση εν μέρει με δανεικά.
Στη λογική του πρόσκαιρου κέρδους, τα δάνεια δημιούργησαν προσωρινή κερδοφορία στα τραπεζικό σύστημα, αλλά μακροπρόθεσμα αύξαιναν τις επισφάλειες, οι οποίες οδήγησαν στο τραπεζικό κραχ στις ΗΠΑ το 2008, που καλύφθηκε μεν, αλλά μόνο προσωρινά.
Τώρα, είμαστε μπροστά στο κραχ του δημοσίου χρέους, δηλαδή από την κατάρρευση τραπεζών, στην κατάρρευση υπερχρεωμένων χωρών, που αν κηρύξουν στάση πληρωμών, θα παρασύρουν μαζί τους τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία.
Ερ.: Υπάρχει σωτηρία;
Απ.: Με βάση τον τρόπο που αντιμετωπίζεται διεθνώς η κατάσταση, κατηγορηματικά ΟΧΙ.
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου έναντι Κίνας και συναφών χωρών, που τροφοδοτεί το χρέος, δεν μπορεί να καλυφθεί παρά μόνο με την επαναφορά σε πρώτη φάση των δασμών (θα μπορούσα να αναφέρω και μερικές εναλλακτικές που έχουν να κάνουν με ρυθμίσεις σε Διεθνές επίπεδο, οι οποίες όμως είναι πολύπλοκες, δυσεφάρμοστες και εκτιμώ ότι θα απασχολήσουν τελικά την διεθνή κοινότητα σε δεύτερο χρόνο).
Όσο όμως η «μη ρύθμιση» των διεθνών αγορών παραμένει η ισχύουσα, τόσο τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος των Δυτικών οικονομιών θα αποκτούν εκρηκτικές διαστάσεις, τα δε πλεονάσματα χωρών όπως η Κίνα, θα συνεχίσουν να αυξάνονται, επενδυόμενα όμως σε επισφαλείς επενδύσεις (αγορά χρέους δυτικών χωρών), θα κινδυνεύουν πάντα να απαξιωθούν.
Οι επιμέρους λύσεις που εφαρμόζονται από τη διεθνή έννομη οικονομική τάξη είναι αδιέξοδες.
Στην ουσία, σήμερα μας επιβάλλουν να αφεθούμε στην «Βαρυτική έλξη του κίτρινου πλανήτη». Δηλαδή να αφεθεί το επίπεδο ζωής των παραγωγικών τάξεων του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου να επιδεινωθεί, ελκόμενο από το επίπεδο ζωής των κινέζων εργατών και έτσι να επέλθει ισορροπία στην ανταγωνιστικότητα.
Η συνταγή να φτωχύνουμε είναι απελπιστικά άστοχη, αφού όσο και να μειώσουμε μισθούς, συντάξεις, εργασιακά δικαιώματα, η κινέζικη παραγωγή θα παραμένει ανταγωνιστικότερη, αφού εκεί επικρατούν εργασιακές συνθήκες μεσαιωνικής δουλείας, προς τις οποίες είναι αδύνατο και αθέμιτο να προσεγγίσει ο παλιός ανεπτυγμένος κόσμος.
Επίσης, τα κινεζικά εμπορεύματα ως φτηνότερα, θα προτιμώνται όλο και περισσότερο από μια πτωχεύουσα δυτική κοινωνία, επιδεινώνοντας τα συναλλακτικά ελλείμματα των χωρών του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου και ενισχύοντας την ανάγκη περαιτέρω επέκτασης του δανεισμού.
Τέλος, ακόμη και αν στα πλαίσια ενός σεναρίου επιστημονικής φαντασίας, που οι λαοί της Δύσης μοιρολατρικά άφηναν το βιοτικό τους επίπεδο να πέσει πολύ κάτω από τα σημερινά όρια της φτώχειας, αυτό, καθώς και η επακόλουθη ραγδαία μείωση του Α.Ε.Π. της κάθε χώρας, θα σήμαινε ραγδαία μείωση των εσόδων των κρατών, πράγμα που θα είχε σαν συνέπεια την αδυναμία κάλυψης των ανελαστικών δαπανών τους και κυρίως του ήδη συσσωρευμένου δημόσιου χρέους.
(Είναι αυτό που λένε κομψά κάποιοι αναλυτές για την περίπτωση της Ελλάδας, ότι το δημόσιο χρέος μας δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο. Σε λίγο όμως, δεν θα είναι διαχειρίσιμο το χρέος της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Αμερικής κλπ.)
Η γνώμη μου είναι ότι αν δεν γίνει κάτι ριζοσπαστικό, είμαστε μπροστά σε ένα ντόμινο δημοσιονομικής κατάρρευσης χωρών, το οποίο θα ξετυλιχτεί γρήγορα (με εξάρσεις και υφέσεις) και θα κλιμακωθεί με γεωμετρική πρόοδο μέσα στην επόμενη διετία.
Ερ.: Ειδικά για την Ελλάδα, τα πράγματα είναι χειρότερα;
Απ.: Η Ελλάδα ήταν ο πλέον αδύνατος κρίκος της Ε.Ε., γιατί είχε όλα τα παραπάνω αρνητικά δημοσιονομικά χαρακτηριστικά (υψηλότερο δημόσιο χρέος, μεγαλύτερα ελλείμματα μέσα στην Ε.Ε.), αλλά και τη χειρότερη σχέση εισαγωγών – εξαγωγών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., καθώς και μια γραφειοκρατική διοίκηση, που δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα ανταγωνιστικότητας.
Η Ελλάδα δυστυχώς βρίσκεται στη χειρότερη θέση, παρά το γεγονός ότι έχει ένα τεράστιο απόθεμα φυσικών, γεωγραφικών, πολιτιστικών και άλλων πόρων, ασύμμετρα σημαντικότερων από άλλες χώρες της Ε.Ε., γεγονός που ξεγυμνώνει το τεράστιο έλλειμμα των πολιτικών, πνευματικών και οικονομικών ηγεσιών της.
Ερ.: ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;
Απ.: Ως χώρα (στο εσωτερικό μας), ελάχιστα.
Σίγουρα είναι ευκαιρία για να ξαναδούμε την αποδοτικότητα του ελληνικού κράτους, τη σχέση του με την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγική διαδικασία, το ίδιο για την παιδεία κλπ., αλλά αυτά θα αποδώσουν μακροπρόθεσμα και δεν φτάνουν για να απαντήσουμε στο φαινόμενο της «Διεθνούς Οικονομικής Κρίσης», το οποίο απαιτεί διεθνικές απαντήσεις. Ως χώρα που συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς, μπορούμε περισσότερα.
Ως πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, μπορεί να κάνει αρκετά πράγματα, αλλά πολύ περισσότερο ως πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς έχει καθήκον να λειτουργήσει ως πολιτική πρωτοπορία, που θα ασκήσει ριζική κριτική στο υπάρχον «μη σύστημα» και θα προτείνει διεθνείς λύσεις που με τις συμμαχικές του κυβερνήσεις θα προωθήσει, επιδιώκοντας αλλαγή συσχετισμών σε όλα τα πεδία όπου εκδηλώνονται οι διεθνείς κοινωνικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί. Το ζητούμενο σήμερα είναι να προκύψει μια στάση και επανεκκίνηση του οικονομικού συστήματος σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο με καινούριες αρχές.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα θεώρηση των οικονομικών ζητημάτων. Μια νέα θεωρία για την λειτουργία του χρήματος και των αγορών στο σύγχρονο κόσμο και φυσικά ανάλογους δεσμευτικούς νομικούς κανόνες. Αυτή τη θεωρία, παρά τις όποιες αδυναμίες και αναπηρίες ενδημούν σε αυτή, μόνο η Σοσιαλιστική Διεθνής βρίσκεται δυνητικά σήμερα σε θέση να τη διατυπώσει.
Η Σοσιαλιστική Διεθνής, επειδή δεν δεσμεύεται πολιτικο-ιδεολογικά από το δόγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, είναι σε θέση να πραγματοποιήσει ριζική κριτική στις αιτίες του προβλήματος και να προχωρήσει σε βιώσιμες προτάσεις, χωρίς να χρειαστεί να αυτομαστιγωθεί. Αντίθετα, οι οπαδοί του οικονομικού φιλελευθερισμού, ακόμη και προ του αδιεξόδου, αδυνατούν εν μια νυκτί να αναθεωρήσουν τις θεμελιώδεις τους παραδοχές.
Ο Παπανδρέου, σαν Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, μπορούσε να αξιοποιήσει την παραπάνω δυνατότητα στον μέγιστο δυνατό βαθμό όταν ήταν στην αντιπολίτευση, καθώς τώρα που είναι στην κυβέρνηση, είναι λογικό να έχει ως προτεραιότητα να διαχειριστεί την κρίση δημοσίου χρέους της χώρας μας με όρους κατεπείγοντος και να περάσει σε δεύτερη μοίρα ο ρόλος του σε σχέση με το φαινόμενο της απορρύθμισης του διεθνούς οικονομικού συστήματος και της κρίσης που επήλθε σαν συνέπεια της απορρύθμισης αυτής.
Γενικά, ο Παπανδρέου, έχοντας υποχρεωτικά σαν προτεραιότητα τον στόχο της αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας, δίνει προς τα έξω την εντύπωση ότι πιστεύει πως με δημοσιονομικά και περιοριστικά μέτρα (νεοφιλελεύθερες συνταγές) θα αντιμετωπιστεί ο τυφώνας που καταστρέφει τη χώρα του μαζί με όλες τις δυτικές οικονομίες. Ότι θα «εξυγιάνει» την ελληνική οικονομία μέσα σε ένα τόσο δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον με μέτρα σαν αυτά που επιβάλλει το Δ.Ν.Τ. στους πιστωτές του.
Παρά ταύτα, διατηρεί πάντα τη δυνατότητα να διαδραματίσει ένα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο διεθνώς αναφορικά με την κρίση, γεγονός που έχω την πεποίθηση ότι τελικά θα το πράξει εγκαίρως.
Επίσης και ως λαός μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Μπορούμε επιτέλους να σοβαρευτούμε ως πολίτες και να συνειδητοποιήσουμε τι παίζεται γύρω μας, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις. Να είμαστε ενήμεροι (και όχι καταναλωτές «ειδήσεων») και ενεργοί ως πολίτες. Συνειδητοί ως παραγωγοί, αλλά και ως καταναλωτές.
Να χαράξουμε τις δικές μας γραμμές άμυνας και να δώσουμε μάχη πάνω σʼ αυτές τις γραμμές, αφήνοντας να καταστραφεί ότι είναι ανάξιο μάχης, αλλά υπερασπιζόμενοι σθεναρά το βιοτικό μας επίπεδο, την ποιότητα ζωής και το μέλλον της κοινωνίας μας.
Χρέος, της διανόησης είναι μέσα από αυτήν την καταστροφή να διακρίνει το καινούριο που γεννιέται και να λειτουργήσει σαν ο εμβρυουλκός ενός υπερκαινοφανούς ανθρωπισμού (ο οποίος ήδη αναδύεται μέσα από τη σκόνη του καταναλωτικού εφησυχασμού που καταρρέει). Ενός νέου ανθρωπισμού, που θα νοηματοδοτήσει και θα δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στις πράξεις και στις ζωές των κοινωνών, ανασυντάσσοντάς μας ξανά σε κοινωνία.
Τέλος, όλοι μαζί ως μαχόμενη παγκόσμια κοινωνία, χρέος μας είναι να σχηματίσουμε μια συμπαγή γραμμή αντίστασης στην επελαύνουσα βαρβαρότητα, που απαιτεί να σκύψουμε το κεφάλι, να αποδεχθούμε μοιρολατρικά κλεισμένος ο καθένας, μέσα στο δικό του καβούκι τη συστηματική υποβάθμισή μας, από μέλη ενός ποιοτικού συνόλου που λέγεται ανθρωπότητα και που πορεύεται στο χώρο και το χρόνο παράγοντας νοήματα και σκοπούς, σε μηχανικά εξαρτήματα ενός συστήματος που απλώς αριθμεί και επιβάλλει αριθμοδείκτες, υποβαθμίζοντας το ανθρώπινο υποκείμενο σε ένα απλό μέσο παραγωγής και κατανάλωσης».
• Περί "κουρέματος" και δραχμής!
• Περί Νομίσματος και Χρέους!
ο δικηγόρος Γιώργος Σπύρου επανέρχεται με ένα άρθρο που γράφτηκε τον Mαϊο του 2011, αλλά παραμένει επίκαιρο έως προφητικό, αν κρίνουμε από τις εξελιξεις. Eπιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση και ανάλυση της ...δήθεν Διεθνούς Oικονομικής Kρίσης!
«ΟΙ ΔΥΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΚΑΙ Η ΒΑΡΥΤΙΚΗ ΕΛΞΗ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ»
Ο Αναπτυγμένος κόσμος, την τελευταία τριετία, ζει αλλεπάλληλους οικονομικούς κλυδωνισμούς, που κάθε φορά παίρνουν την μορφή ενός οξυμένου οικονομικού επιφαινομένου όπως η κρίση των χρηματιστηρίων, η κρίση του ιδιωτικού χρέους (τραπεζική κρίση) και τελευταία, η κρίση του δημόσιου χρέους, που εκδηλώνεται με χρεοκοπίες κρατών.
Στην τρέχουσα οικονομική ορολογία, το συνολικό φαινόμενο ονομάζεται «Διεθνής Οικονομική Κρίση», αλλά η ονομασία αυτή δεν είναι ούτε ακριβής, ούτε στοιχειωδώς διαφωτιστική.
Δεν είναι ακριβής, γιατί η κρίση δεν είναι Διεθνής, αλλά αφορά προς το παρόν μόνο τις οικονομίες του Παλαιού Ανεπτυγμένου Κόσμου (Π.Α.Κ.), δηλαδή του κόσμου που είχε αναπτυχθεί μέχρι τη δεκαετία του ʼ80 και κυρίως την Ε.Ε., τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Αντίθετα, οι αναδυόμενες οικονομίες με πρωταγωνίστριες αυτές της Κίνας και της Ινδίας, παρουσιάζουν ακόμη και σήμερα ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης (μεταξύ 5 και 12%) και παράλληλα αντί να συσσωρεύουν χρέη, αποταμιεύουν πλεονάσματα, τα οποία αξιοποιούν για την αγορά του χρέους που παράγουν τα ελλείμματα του Π.Α.Κ..
Επίσης, δεν είναι διαφωτιστική, γιατί δεν εξηγεί στοιχειωδώς τις αιτίες της κρίσης (π.χ. ο όρος «δομική κρίση» είναι στοιχειωδώς διαφωτιστικός, καθώς παραπέμπει στις αιτίες μιας κρίσης), αντίθετα, ο όρος «Διεθνής Οικονομική Κρίση» , όχι μόνο δεν φωτίζει τα αίτια, αλλά χρησιμοποιείται από τις κυβερνήσεις και από τις αρωγές «πνευματικές δυνάμεις», προκειμένου να διαχυθεί συσκότιση προς τα κάτω σε σχέση με το τι πραγματικά μας συμβαίνει.
Η κάθε μια κυβέρνηση ξεχωριστά

επικαλείται τη «Διεθνή Οικονομική Κρίση», είτε για να πάρει αντιδημοφιλή οικονομικά μέτρα, είτε για να δικαιολογήσει τις δικές της ανεπάρκειες, αναφερόμενη σʼ αυτή σα να μην έχει προκληθεί μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές που υπαγορεύτηκαν από συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, αλλά σαν να είναι ένα ακραίο φυσικό φαινόμενο, σα να είναι μια πληγή του Φαραώ, μια τιμωρία που έχει επιπέσει εκ θεού επί του ανθρώπινου γένους.
Κάτι σαν τη Θεία Νέμεσι.
Έτσι, κανείς από τους ανά τον κόσμο κυβερνώντες δεν ευθύνεται για την επέλευσή της και κυρίως κανείς δεν οφείλει να την αντιμετωπίσει. Οπότε, θα πρέπει να την υπομείνουμε όλοι παθητικά, υφιστάμενοι με ιώβεια υπομονή τις συνέπειές της. Εγώ βεβαίως, δεν συμφωνώ καθόλου με την παραπάνω δαιμονολογική κυρίαρχη προσέγγιση, γιʼ αυτό και θα επιχειρήσω να δώσω μερικές απλές απαντήσεις στις εξίσου απλές ερωτήσεις που θέτει ο μέσος πολίτης, ο οποίος υφίσταται και τις συνέπειες του φαινομένου.
Ερ.: Τι προκάλεσε την κρίση του τραπεζικού συστήματος, την κατάρρευση τραπεζών όπως η Lehman Brothers και τώρα, την δημοσιονομική κρίση και χρεωκοπία κυβερνήσεων στη Δύση;
Απ.: Η υπερχρέωση των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών, τόσο ως προς το ιδιωτικό, όσο και ως προς το δημόσιο χρέος.
Ερ.: Τι προκαλεί συσσώρευση δημόσιου χρέους στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και αντίστοιχα παραγόμενα στην Κίνα πλεονάσματα;
Απ.: Το ανισομερές ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. (Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι, όπως πιθανές δημόσιες σπατάλες για τη Δύση, ή αντίστοιχα η άρνηση της Κίνας και της Ινδίας να στρέψουν τα πλεονάσματά τους σε κοινωνικές ή άλλες δαπάνες στο εσωτερικό τους.)
Όμως θεμελιωδώς, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου συνεπάγεται χρέος και το πλεόνασμα συνεπάγεται συσσώρευση πλούτου.
Πιο απλά, η Κίνα, εξάγοντας πολύ περισσότερα απʼ όσα εισάγει και παράγοντας πολύ περισσότερα απʼ όσα καταναλώνει, αποθησαυρίζει συναλλαγματικά αποθέματα. Αντίθετα, οι χώρες του Π.Α.Κ., εισάγοντας πολύ περισσότερα απʼ όσα εξάγουν (ή καταναλώνοντας περισσότερα απʼ όσα παράγουν, όπως απλοϊκά μας περιγράφουν οι επαΐοντες) , δανείζονται για να καλύψουν τα εμπορικά και γενικότερα τα συναλλακτικά τους ελλείμματα.
Τα συναλλακτικά ελλείμματα καλύπτονται με δανεισμό και τα πλεονάσματα εκτονώνονται σε δάνεια. Αυτό είναι δόγμα.
Ερ.: Γιατί η Κίνα έχει αυτό το εμπορικό πλεονέκτημα;
Απ.: Γιατί στηρίζεται στο εξαιρετικά χαμηλό κόστος εργασίας (ημερομίσθιο 2 ευρώ), την ανυπαρξία εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και την ανυπαρξία περιβαλλοντικού κόστους παραγωγής (κόστος διαχείρισης βιομηχανικών αποβλήτων).
Όλα αυτά μαζί, διαμορφώνουν ένα αμάχητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των δυτικών προϊόντων. Εξαιρούνται προς το παρόν τα ελάχιστα προϊόντα της Δύσης, ειδικής και επώνυμης ζήτησης, που στηρίζονται σε brand names και δεν έχει μεταφερθεί ακόμη η παραγωγή τους στην Κίνα (βλέπε περίπτωση πολλών γερμανικών προϊόντων).
Ερ.: Τι λένε οι οικονομικές θεωρίες για το φαινόμενο αυτό;
Απ.: Ότι οι αγορές από μόνες τους διορθώνουν τις στρεβλώσεις. Έτσι, θα έρθει ο καιρός που κάποτε το βιοτικό επίπεδο και τα ημερομίσθια στην Κίνα θα ανέβουν και αντίστοιχα στην Ευρώπη και Αμερική θα κατέβουν και τελικά έτσι, θα επέλθει ισορροπία (φιλελεύθερη και κρατούσα σήμερα σχολή).
Ερ.: Αυτό κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες;
Απ.: Όχι. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, σύμφωνα ακόμη και με τους θεωρητικούς αυτής της σχολής (Άνταμ Σμιθ και οι οπαδοί του), μόνο κάτω από ίδιες συνθήκες τέλειας ανταγωνιστικής αγοράς, που σημαίνει δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες, θεσμοί πλήρους ελευθερίας της αγοράς, ισότιμης πρόσβασης όλων των συντελεστών της παραγωγής στην πληροφορία και ίδιων νομικών συνθηκών.
Ερ.: Αυτό ισχύει σήμερα μεταξύ π.χ. Κίνας και Αμερικής;
Απ.: Όχι.
Ερ.: Θα συμβεί ποτέ;
Απ.: Στο ορατό μέλλον, όχι.
Ερ.: Άρα οι θεωρίες πάνω στις οποίες στηρίζεται η επίσημη σύγχρονη οικονομική ανάλυση και πολιτική είναι λαθεμένες;
Απ.: Δεν υπάρχει πιο απτή απόδειξη γιʼ αυτήν την παραδοχή από την ίδια την καταστροφική οικονομική κρίση που ζούμε. Θα μπορούσε όμως κανείς να πει, ότι δεν φταίνε τόσο οι λαθεμένες θεωρίες, αλλά η επιλεκτική «εφαρμογή» μερικών μόνο εκ των αξιωμάτων αυτών των θεωριών, δηλαδή του αξιώματος της «ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων» μέσα σε ανόμοιες αγορές, δηλαδή αγορές όπου δεν ισχύουν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού.
Ερ.: Γιατί οι συνέπειες του φαινομένου της Διεθνούς Οικονομικής Κρίσης εμφανίστηκαν την τελευταία τετραετία και όχι παλιότερα;
Απ.: Θα είχαν εμφανιστεί αρκετά νωρίτερα , αν δεν εφαρμόζονταν οι εξαιρετικά επεκτατικές πολιτικές στην πίστωση. Μάλιστα, τότε η κρίση θα είχε άλλα, πιο ήπια χαρακτηριστικά.
Θα είχε τα χαρακτηριστικά του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας, χωρίς τα πρόσθετα χαρακτηριστικά της πιστωτικής φούσκας.
Οι Δυτικές κοινωνίες θα βρισκόντουσαν νωρίτερα και από καλύτερη συγκριτικά θέση μπροστά στα ίδια διλλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα και σίγουρα θα «μάτωναν» λιγότερο.
Ερ.: Δεν γνώριζαν αυτοί που έπαιρναν τις αποφάσεις για την πιστωτική επέκταση, ότι οδηγούσαν τα πράγματα σε πιο οξυμένα αδιέξοδα;
Απ.: Ασφαλώς ήταν προβλέψιμη η εξέλιξη. Όμως, προτιμήθηκε η μεταφορά του προβλήματος στο μέλλον, καθώς αυτό εξυπηρετούσε τόσο τους πολιτικούς, όσο και την αιχμή των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, καθώς και οι δύο αυτές «κάστες» προσέβλεπαν αμοιβαία μόνο στη διαχείριση του παρόντος.
Οι μεν πολιτικοί είχαν ορίζοντα την επανεκλογή τους.
Οι δε κερδοσκόποι το βραχυχρόνιο κέρδος.
Ερ.: Πότε διαμορφώθηκε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου (Π.Α.Κ.) έναντι της Κίνας;

Απ.: Μέχρι τη δεκαετία του 1980, δεν υπήρχε ελευθερία στη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων μεταξύ των χωρών.
Τα εμπορεύματα υπόκειντο σε υψηλούς δασμούς, οι οποίοι αντιστάθμιζαν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των προϊόντων που παράγονταν από φτηνά εργατικά χέρια και τα κεφάλαια δεν μπορούσαν άμεσα να επενδυθούν σε εξωχώριες επενδύσεις, παρά μόνο ύστερα από ειδικές εγκρίσεις που έπονταν συνήθως διακρατικών συμφωνιών.
Όμως, σταδιακά άρχιζαν αυτά τα εμπόδια να καταργούνται, μέχρι που φτάσαμε στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και απελευθερώθηκαν πλήρως οι αγορές προϊόντων και κεφαλαίων.
Κινητήριος μηχανισμός αυτής της διαδικασίας υπήρξε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και κυρίαρχη οικονομική θεωρία που νομιμοποίησε τις σχετικές αποφάσεις, ο «οικονομικός φιλελευθερισμός».
Κυρίαρχο ιδεολογικό μότο ήταν η λέξη «παγκοσμιοποίηση».
Αυτή η «παγκοσμιοποίηση», με τον στρεβλό τρόπο που λειτούργησε, διαμόρφωσε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Κίνας.
Ερ.: Γιατί στρεβλό τρόπο;
Απ.: Γιατί δεν μπορούμε να εξισώσουμε τις εσωτερικές με τις εξωτερικές αγορές, θεωρώντας ως ενιαία την αγορά της Κίνας με αυτήν π.χ. της Αμερικής, όταν ισχύουν μεταξύ των χωρών αυτών εντελώς διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Δεν έχουμε δύο αγορές που διέπονται από ίδιους κανόνες, ώστε να λειτουργούν σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, που είναι βασική προϋπόθεση ανάπτυξης των ελεύθερων οικονομιών.
Φανταστείτε ως παράδειγμα, στο εσωτερικό μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς όπως αυτή των ΗΠΑ, να υπάρχει τέτοια διάσταση εργασιακού κόστους (από πολιτεία σε πολιτεία) σαν αυτό που υπάρχει μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ.
Είναι αδιανόητο, ασύλληπτο από τη φαντασία και φυσικά μη νόμιμο.
Μια σειρά από θεσμικά όργανα, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, Υπουργείο Εργασίας, Υπουργείο Εμπορίου κλπ., θα απέτρεπαν τέτοια φαινόμενα με βάση την κείμενη νομοθεσία. Όμως σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχουν αντίστοιχοι θεσμοί, ούτε νομικό περιοριστικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τις απελευθερωμένες πλέον και χωρίς έλεγχο, άρα ασύδοτες, διεθνείς αγορές.
Ερ.: Αν τα κεφάλαια και τα εμπορεύματα διακινούνται ελεύθερα παγκοσμίως, τι νόημα έχει η Ε. Ε., πρώην Ε.Ο.Κ., ως ενιαία αγορά;
Απ.: Η αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε μεν ελεύθερη, αλλά με ενιαίους δεσμευτικούς νομικούς κανόνες που αφορούν τον υγιή ανταγωνισμό, την διάχυση της πληροφορίας, τη δημοκρατική διακυβέρνηση, την προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.
Όμως, σε ένα περιβάλλον απελευθέρωσης όλων των αγορών και διεθνούς οικονομικής ασυδοσίας, χάνει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και ίσως χάνει και το νόημά της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, χάρη στις απειλές που δέχεται, έχει την ευκαιρία σήμερα να συνειδητοποιήσει ότι θίγεται από την ασυδοσία των διεθνών αγορών και να κάνει ένα σημαντικό βήμα για την αυτοπροστασία της.
Το βήμα αυτό σε πρώτη φάση δεν μπορεί να είναι άλλο από τη λήψη προστατευτικών μέτρων της εσωτερικής της αγοράς, την αναθεώρηση του «μονεταριστικού» της οικονομικού δόγματος που υπαγορεύεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ με την εκχώρηση της άσκησης της νομισματικής της πολιτικής στους κεντρικούς τραπεζίτες (εξʼ ου και το σκληρό ευρώ) και την αντικατάστασή του με ένα «αναπτυξιακό – κοινωνικό» πολιτικό δόγμα, επιλογή που αλληλοτροφοδοτείται με την δρομολόγηση της προοπτικής πολιτικής ένωσης, που θα έδινε στην Ε.Ε. και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα ισχύος.
Αν όμως, αντίθετα, δεν αντιδράσει κατά τρόπο ανάλογο, είναι ηλίου φωτεινότερο ότι δεν θα αντέξει στον διεθνή ανταγωνισμό και θα καταρρεύσει.
Ζούμε συνεπώς, ιδιαίτερα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μια ιστορική εποχή εξαιρετικά μεγάλων απειλών, που συνιστούν ταυτόχρονα και εξαιρετικά μεγάλες ευκαιρίες.
Η Ευρώπη ευρίσκεται σήμερα κυριολεκτικά «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας», εξʼ ού και τα στοιχήματα σχετικά με την τύχη του ευρώ…
Eρ.: Άρα, το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών κεφαλαίων και εμπορευμάτων ήταν ένα «ιστορικό λάθος» του Π.Ο.Ε. της Ε.Ε. και των φιλελευθέρων πολιτικών και οικονομολόγων;
Απ.: Κάποιοι, μεταξύ των οποίων και εγώ, νομίζουμε ότι δεν ήταν ένα απλό λάθος.
Η απορύθμιση των αγορών ήταν σκόπιμη ενέργεια, που δεν αποσκοπούσε βέβαια στην καταστροφή που ζούμε, αλλά στο βραχυπρόθεσμο κέρδος.
Συγκεκριμένα:
Στην δεκαετία του 1980 λίμναζαν ευρωατλαντικά κεφάλαια, τα οποία είχαν πενιχρές αποδόσεις λόγω στασιμοπληθωρισμού.

Συνέλαβαν τότε κάποια από αυτά τα κερδοσκοπικά κέντρα την ιδέα, ότι τα κεφάλαιά τους θα είχαν απείρως μεγαλύτερες επιδόσεις αν άνοιγαν οι κλειστές μέχρι τότε λόγω δασμών και εν γένει περιορισμών αγορές, καθώς θα βρίσκονταν στην προνομιακή θέση να επενδύουν άμεσα σε αγορές με χαμηλό κόστος εργασίας, μετά να πουλάνε τα προϊόντα με τεράστια κέρδη στις αγορές της Δύσης, εν συνεχεία, με τα κέρδη αυτά, να απογειώνουν τα χρηματιστήρια των χωρών παραγωγής (στα οποία οι οίκοι αξιολόγησης εύρισκαν εκπληκτικές ευκαιρίες), κερδίζοντας πολύ περισσότερα λόγω των μοχλεύσεων χρηματιστηριακού τύπου και έτσι να διαμορφώνουν συνθήκες «turbo» ως προς την ανάπτυξη της κερδοφορίας, απογειώνοντας ένα νέο τύπο καπιταλισμού, με αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά.
Έναν καπιταλισμό τύπου «καμικάζι».
Βέβαια, δεν είπαν ποτέ προς τα έξω ότι σαν σκοπό είχαν να επιταχύνουν τη διαδικασία κερδοφορίας αδιαφορώντας για την μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα αυτής της πρακτικής, αλλά εντελώς υποκριτικά είπαν ότι θα πρέπει να επενδύσουμε στην Κίνα και έτσι, να βελτιώσουμε το βιοτικό επίπεδο του κινεζικού λαού, να μετατρέψουμε τους κινέζους σε καταναλωτές και να «ανοίξουμε» μια αγορά δισεκατομμυρίων υποψήφιων αγοραστών.
Μίλησαν για την οικονομική μόχλευση μιας παγκόσμιας πολιτικής δημοκρατίας μέσω της φιλελευθεροποίησης των αγορών και για άλλα παρόμοια μεγαλόσχημα.
Όπου χρειάστηκε στα Αμερικάνικα κέντρα, έπαιξαν και το χαρτί της διάλυσης της Ε.Ε. (με την έννοια ότι σε μια παγκόσμια αγορά, τι νόημα θα είχε η μικρή ανοιχτή αγορά της Ε.Ε.;).
Σταδιακά, τα κερδοσκοπικά αυτά κέντρα, «επέβαλαν» τις αποφάσεις τους στον Π.Ο.Ε. και στις κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που μέσα από τα κέντρα που ήλεγχε, προώθησε το γνωστό σε όλους μας ιδεολογικό και νομικό προκάλυμμα της λεγόμενης οικονομικής «παγκοσμιοποίησης».
Η υποκρισία απογειώθηκε και άγγιξε όλο της το μεγαλείο, αφού κανείς στη Δύση δεν συγκινήθηκε με τη βάρβαρη και δουλοκτητική εκμετάλλευση της κινεζικής, ινδικής κλπ. νέας εργατικής τάξης, που αναπτύχθηκε χάριν στις εκεί αθρόες δυτικές επενδύσεις.
Αντίθετα, πολύ συχνά το παράδειγμα των κινέζων εργατών χρησιμοποιήθηκε σαν τον μπαμπούλα για τον εκφοβισμό των εργατών σε Ευρώπη και Αμερική και την ακινητοποίηση των εργατικών κινημάτων.
Δυστυχώς, η τύχη του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος παραδόθηκε στα χρόνια που πέρασαν στη βουλιμία του πλέον τυχοδιωκτικού τμήματος του διεθνούς κεφαλαίου.
Ερ.: Μα καλά, από την δεκαετία του ʼ90, γιατί το πρόβλημα έσκασε από το 2005 και μετά;
Απ.: Το οικονομικό σύστημα έχει την ελαστικότητα, τις ανοχές και τις αντοχές του.
Έτσι, από τη δεκαετία του ʼ90, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντιμετώπιζε η Δύση, «καλύφθηκε» προσωρινά με την πιστωτική επέκταση τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Αρχίσαμε να ζούμε στη Δύση εν μέρει με δανεικά.
Στη λογική του πρόσκαιρου κέρδους, τα δάνεια δημιούργησαν προσωρινή κερδοφορία στα τραπεζικό σύστημα, αλλά μακροπρόθεσμα αύξαιναν τις επισφάλειες, οι οποίες οδήγησαν στο τραπεζικό κραχ στις ΗΠΑ το 2008, που καλύφθηκε μεν, αλλά μόνο προσωρινά.
Τώρα, είμαστε μπροστά στο κραχ του δημοσίου χρέους, δηλαδή από την κατάρρευση τραπεζών, στην κατάρρευση υπερχρεωμένων χωρών, που αν κηρύξουν στάση πληρωμών, θα παρασύρουν μαζί τους τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία.
Ερ.: Υπάρχει σωτηρία;
Απ.: Με βάση τον τρόπο που αντιμετωπίζεται διεθνώς η κατάσταση, κατηγορηματικά ΟΧΙ.
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου έναντι Κίνας και συναφών χωρών, που τροφοδοτεί το χρέος, δεν μπορεί να καλυφθεί παρά μόνο με την επαναφορά σε πρώτη φάση των δασμών (θα μπορούσα να αναφέρω και μερικές εναλλακτικές που έχουν να κάνουν με ρυθμίσεις σε Διεθνές επίπεδο, οι οποίες όμως είναι πολύπλοκες, δυσεφάρμοστες και εκτιμώ ότι θα απασχολήσουν τελικά την διεθνή κοινότητα σε δεύτερο χρόνο).
Όσο όμως η «μη ρύθμιση» των διεθνών αγορών παραμένει η ισχύουσα, τόσο τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος των Δυτικών οικονομιών θα αποκτούν εκρηκτικές διαστάσεις, τα δε πλεονάσματα χωρών όπως η Κίνα, θα συνεχίσουν να αυξάνονται, επενδυόμενα όμως σε επισφαλείς επενδύσεις (αγορά χρέους δυτικών χωρών), θα κινδυνεύουν πάντα να απαξιωθούν.
Οι επιμέρους λύσεις που εφαρμόζονται από τη διεθνή έννομη οικονομική τάξη είναι αδιέξοδες.
Στην ουσία, σήμερα μας επιβάλλουν να αφεθούμε στην «Βαρυτική έλξη του κίτρινου πλανήτη». Δηλαδή να αφεθεί το επίπεδο ζωής των παραγωγικών τάξεων του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου να επιδεινωθεί, ελκόμενο από το επίπεδο ζωής των κινέζων εργατών και έτσι να επέλθει ισορροπία στην ανταγωνιστικότητα.
Η συνταγή να φτωχύνουμε είναι απελπιστικά άστοχη, αφού όσο και να μειώσουμε μισθούς, συντάξεις, εργασιακά δικαιώματα, η κινέζικη παραγωγή θα παραμένει ανταγωνιστικότερη, αφού εκεί επικρατούν εργασιακές συνθήκες μεσαιωνικής δουλείας, προς τις οποίες είναι αδύνατο και αθέμιτο να προσεγγίσει ο παλιός ανεπτυγμένος κόσμος.
Επίσης, τα κινεζικά εμπορεύματα ως φτηνότερα, θα προτιμώνται όλο και περισσότερο από μια πτωχεύουσα δυτική κοινωνία, επιδεινώνοντας τα συναλλακτικά ελλείμματα των χωρών του παλαιού ανεπτυγμένου κόσμου και ενισχύοντας την ανάγκη περαιτέρω επέκτασης του δανεισμού.
Τέλος, ακόμη και αν στα πλαίσια ενός σεναρίου επιστημονικής φαντασίας, που οι λαοί της Δύσης μοιρολατρικά άφηναν το βιοτικό τους επίπεδο να πέσει πολύ κάτω από τα σημερινά όρια της φτώχειας, αυτό, καθώς και η επακόλουθη ραγδαία μείωση του Α.Ε.Π. της κάθε χώρας, θα σήμαινε ραγδαία μείωση των εσόδων των κρατών, πράγμα που θα είχε σαν συνέπεια την αδυναμία κάλυψης των ανελαστικών δαπανών τους και κυρίως του ήδη συσσωρευμένου δημόσιου χρέους.
(Είναι αυτό που λένε κομψά κάποιοι αναλυτές για την περίπτωση της Ελλάδας, ότι το δημόσιο χρέος μας δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο. Σε λίγο όμως, δεν θα είναι διαχειρίσιμο το χρέος της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Αμερικής κλπ.)
Η γνώμη μου είναι ότι αν δεν γίνει κάτι ριζοσπαστικό, είμαστε μπροστά σε ένα ντόμινο δημοσιονομικής κατάρρευσης χωρών, το οποίο θα ξετυλιχτεί γρήγορα (με εξάρσεις και υφέσεις) και θα κλιμακωθεί με γεωμετρική πρόοδο μέσα στην επόμενη διετία.
Ερ.: Ειδικά για την Ελλάδα, τα πράγματα είναι χειρότερα;
Απ.: Η Ελλάδα ήταν ο πλέον αδύνατος κρίκος της Ε.Ε., γιατί είχε όλα τα παραπάνω αρνητικά δημοσιονομικά χαρακτηριστικά (υψηλότερο δημόσιο χρέος, μεγαλύτερα ελλείμματα μέσα στην Ε.Ε.), αλλά και τη χειρότερη σχέση εισαγωγών – εξαγωγών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., καθώς και μια γραφειοκρατική διοίκηση, που δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα ανταγωνιστικότητας.
Η Ελλάδα δυστυχώς βρίσκεται στη χειρότερη θέση, παρά το γεγονός ότι έχει ένα τεράστιο απόθεμα φυσικών, γεωγραφικών, πολιτιστικών και άλλων πόρων, ασύμμετρα σημαντικότερων από άλλες χώρες της Ε.Ε., γεγονός που ξεγυμνώνει το τεράστιο έλλειμμα των πολιτικών, πνευματικών και οικονομικών ηγεσιών της.
Ερ.: ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;
Απ.: Ως χώρα (στο εσωτερικό μας), ελάχιστα.
Σίγουρα είναι ευκαιρία για να ξαναδούμε την αποδοτικότητα του ελληνικού κράτους, τη σχέση του με την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγική διαδικασία, το ίδιο για την παιδεία κλπ., αλλά αυτά θα αποδώσουν μακροπρόθεσμα και δεν φτάνουν για να απαντήσουμε στο φαινόμενο της «Διεθνούς Οικονομικής Κρίσης», το οποίο απαιτεί διεθνικές απαντήσεις. Ως χώρα που συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς, μπορούμε περισσότερα.

Χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα θεώρηση των οικονομικών ζητημάτων. Μια νέα θεωρία για την λειτουργία του χρήματος και των αγορών στο σύγχρονο κόσμο και φυσικά ανάλογους δεσμευτικούς νομικούς κανόνες. Αυτή τη θεωρία, παρά τις όποιες αδυναμίες και αναπηρίες ενδημούν σε αυτή, μόνο η Σοσιαλιστική Διεθνής βρίσκεται δυνητικά σήμερα σε θέση να τη διατυπώσει.
Η Σοσιαλιστική Διεθνής, επειδή δεν δεσμεύεται πολιτικο-ιδεολογικά από το δόγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, είναι σε θέση να πραγματοποιήσει ριζική κριτική στις αιτίες του προβλήματος και να προχωρήσει σε βιώσιμες προτάσεις, χωρίς να χρειαστεί να αυτομαστιγωθεί. Αντίθετα, οι οπαδοί του οικονομικού φιλελευθερισμού, ακόμη και προ του αδιεξόδου, αδυνατούν εν μια νυκτί να αναθεωρήσουν τις θεμελιώδεις τους παραδοχές.
Ο Παπανδρέου, σαν Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, μπορούσε να αξιοποιήσει την παραπάνω δυνατότητα στον μέγιστο δυνατό βαθμό όταν ήταν στην αντιπολίτευση, καθώς τώρα που είναι στην κυβέρνηση, είναι λογικό να έχει ως προτεραιότητα να διαχειριστεί την κρίση δημοσίου χρέους της χώρας μας με όρους κατεπείγοντος και να περάσει σε δεύτερη μοίρα ο ρόλος του σε σχέση με το φαινόμενο της απορρύθμισης του διεθνούς οικονομικού συστήματος και της κρίσης που επήλθε σαν συνέπεια της απορρύθμισης αυτής.
Γενικά, ο Παπανδρέου, έχοντας υποχρεωτικά σαν προτεραιότητα τον στόχο της αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας, δίνει προς τα έξω την εντύπωση ότι πιστεύει πως με δημοσιονομικά και περιοριστικά μέτρα (νεοφιλελεύθερες συνταγές) θα αντιμετωπιστεί ο τυφώνας που καταστρέφει τη χώρα του μαζί με όλες τις δυτικές οικονομίες. Ότι θα «εξυγιάνει» την ελληνική οικονομία μέσα σε ένα τόσο δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον με μέτρα σαν αυτά που επιβάλλει το Δ.Ν.Τ. στους πιστωτές του.
Παρά ταύτα, διατηρεί πάντα τη δυνατότητα να διαδραματίσει ένα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο διεθνώς αναφορικά με την κρίση, γεγονός που έχω την πεποίθηση ότι τελικά θα το πράξει εγκαίρως.
Επίσης και ως λαός μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Μπορούμε επιτέλους να σοβαρευτούμε ως πολίτες και να συνειδητοποιήσουμε τι παίζεται γύρω μας, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις. Να είμαστε ενήμεροι (και όχι καταναλωτές «ειδήσεων») και ενεργοί ως πολίτες. Συνειδητοί ως παραγωγοί, αλλά και ως καταναλωτές.
Να χαράξουμε τις δικές μας γραμμές άμυνας και να δώσουμε μάχη πάνω σʼ αυτές τις γραμμές, αφήνοντας να καταστραφεί ότι είναι ανάξιο μάχης, αλλά υπερασπιζόμενοι σθεναρά το βιοτικό μας επίπεδο, την ποιότητα ζωής και το μέλλον της κοινωνίας μας.
Χρέος, της διανόησης είναι μέσα από αυτήν την καταστροφή να διακρίνει το καινούριο που γεννιέται και να λειτουργήσει σαν ο εμβρυουλκός ενός υπερκαινοφανούς ανθρωπισμού (ο οποίος ήδη αναδύεται μέσα από τη σκόνη του καταναλωτικού εφησυχασμού που καταρρέει). Ενός νέου ανθρωπισμού, που θα νοηματοδοτήσει και θα δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στις πράξεις και στις ζωές των κοινωνών, ανασυντάσσοντάς μας ξανά σε κοινωνία.
Τέλος, όλοι μαζί ως μαχόμενη παγκόσμια κοινωνία, χρέος μας είναι να σχηματίσουμε μια συμπαγή γραμμή αντίστασης στην επελαύνουσα βαρβαρότητα, που απαιτεί να σκύψουμε το κεφάλι, να αποδεχθούμε μοιρολατρικά κλεισμένος ο καθένας, μέσα στο δικό του καβούκι τη συστηματική υποβάθμισή μας, από μέλη ενός ποιοτικού συνόλου που λέγεται ανθρωπότητα και που πορεύεται στο χώρο και το χρόνο παράγοντας νοήματα και σκοπούς, σε μηχανικά εξαρτήματα ενός συστήματος που απλώς αριθμεί και επιβάλλει αριθμοδείκτες, υποβαθμίζοντας το ανθρώπινο υποκείμενο σε ένα απλό μέσο παραγωγής και κατανάλωσης».
Χαλκίδα 10/5/2010
Γεώργιος Κ. Σπύρου
Δικηγόρος – πρώην Νομαρχιακός Σύμβουλος Εύβοιας
Γεώργιος Κ. Σπύρου
Δικηγόρος – πρώην Νομαρχιακός Σύμβουλος Εύβοιας