Η γηπεδική βία και ...τα μαγαζάκια μεγάλων οικονομικών παραγόντων
Η γηπεδική βία θα είχε λυθεί, αν δεν σήμαινε για την εκάστοτε κυβέρνηση «τα βάζω με τα μαγαζιά μεγάλων οικονομικών παραγόντων».
Κακά τα ψέματα, τα επεισόδια στα γήπεδα συμβαίνουν από μερικές εκατοντάδες άτομα, που συγκροτούν εγκληματικές ομάδες στις παρυφές των συλλόγων. Ελέγχονται από τους προέδρους, γι’ αυτό και μπορούν να διαλυθούν, αν αυτοί το θέλουν.
Εχουν αποδείξει ότι δεν το θέλουν, όπως το κράτος έχει φανεί πολλάκις ανεπαρκές στην εφαρμογή των νόμων. Και όποιος νομίζει ότι το δίμηνο lockdown στα γήπεδα -σαν συνταγή βγαλμένη από την περίοδο του κορωνοϊού- θα φέρει αποτέλεσμα, πλανάται οικτρά.
Το φαινόμενο πρέπει να εξεταστεί υπό δύο πρίσματα: Τη βία εντός και τη βία εκτός των γηπέδων. Ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι το μείζον είναι τα όποια μέτρα να εφαρμοστούν και όχι να μείνουν στα χαρτιά, η Πολιτεία πρέπει να κινηθεί προς τους εξής άξονες.
Η εξασφάλιση της τάξης εντός του γηπέδου είναι δουλειά των ομάδων. Οι έλεγχοι στις πύλες πρέπει να είναι ενδελεχείς, τα εισιτήρια ονομαστικά και να απαγορεύεται η μαζική τους διάθεση από τις ομάδες.
Σε περίπτωση που πέσει οτιδήποτε από τις εξέδρες στον αγωνιστικό χώρο ή φυσικά σημειωθούν επεισόδια, τότε αυτόματα θα υπάρχουν αυστηρές κυρώσεις (χρηματική και βαθμολογική) στη γηπεδούχο ομάδα.
Ποιος πρόεδρος θέλει να καταντήσει την ομάδα του κουρέλι όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και στη συνείδηση των υγιών φίλων της; Εκεί πρέπει να χτυπήσει ανελέητα η Πολιτεία και ο εξοστρακισμός των φανατισμένων θα είναι θέμα χρόνου.
Αν, όμως, πρόκειται τα επεισόδια να μεταφερθούν έξω από το γήπεδο, ώστε να μην κινδυνεύσει η ομάδα, τότε θα έχουμε κάνει μία τρύπα στο νερό και η θέαση ενός αγώνα θα συνεχίζει να τρομάζει μία οικογένεια με παιδιά.
Σε αυτό το σημείο, μόνο μία αποτελεσματική αστυνομική επέμβαση σε συνδυασμό με εξειδικευμένες διατάξεις ποινικού δικαίου (γρήγορη δίκη των συλληφθέντων, αυξημένες και εκτελεστές ποινές κ.ά) μπορούν να αποδώσουν καρπούς.
Το βασικό ερώτημα, πάντως, παραμένει: Ποιος από τους εμπλεκόμενους θέλει στ’ αλήθεια την πάταξη της γηπεδικής βίας;